- τελλουρικός
- -ή, -ό, Ν [τελλούριο]φρ. α) «τελλουρικό οξύ»χημ. ασθενές διβασικό οξύ που σχηματίζει δύο σειρές αλάτων, τα όξινα και τα ουδέτερα τελλουρικά άλαταβ) «τελλουρικό άλας»χημ. άλας τού τελλουρικού οξέοςγ) «τελλουρικό ρεύμα»(γεωφ.) φυσικό ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει πάνω και κάτω από την επιφάνεια τής Γης και, γενικά, ακολουθεί διεύθυνση παράλληλη προς τη γήινη επιφάνεια και δημιουργείται από φορτία που κινούνται ανάμεσα σε περιοχές με διαφορετικό ηλεκτρικό δυναμικό για να φθάσουν σε ισορροπία, αλλ. γήινο ρεύμαδ) «τελλουρική διασκόπηση»(γεωφ.) μέθοδος γεωφυσικής διακόσμησης που συνίσταται στη με τη χρήση τών τελλουρικών ρευμάτων μέτρηση, πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους, τής αντίστασης τών επιφανειακών ιζηματογενών στρωμάτωνε) «τελλουρικές γραμμές»αστρον. οι φασματικές γραμμές και ταινίες στα φάσματα τού Ηλίου και τών άλλων αστέρων, που προκύπτουν ως αποτέλεσμα τής απορρόφησης τού φωτός τους από την ατμόσφαιρα τής Γης.
Dictionary of Greek. 2013.